- ὀστολόγοι
- ὀστολόγοςcollecting bonesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστολόγος — ὀστολόγος, ον (Α) 1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία τής καύσης 2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λόγος*] … Dictionary of Greek